- μικροβασιλεύς
- μικροβασιλεύς, -έως, ὁ (Μ)βασιλιάς μικρού κράτους.[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)-* + βασιλεύς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μικροβασιλεύς — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροβασιλεῖς — μικροβασιλεύς masc acc pl μικροβασιλεύς masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιλιάς — ο και βασιλεύς και βασιλέας και βασιλές και βασιλιός (θηλ. βασίλισσα, η) (AM βασιλεύς, Μ και βασιλέας θηλ. AM βασίλισσα και βασιλίς, Α και βασιλέα και βασίλεια και βασιληΐς) 1. ο κληρονομικός ανώτατος άρχοντας του κράτους 2. πρώτος ή έξοχος μέσα… … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μικροβασιλεία — μικροβασιλεία, ἡ (Μ) [μικροβασιλεύς] μικρό βασίλειο, μικρό κράτος … Dictionary of Greek
μικροβασιλέα — μικροβασιλέᾱ , μικροβασιλεύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)